Ας μιλήσουμε για συμπερίληψη
Ο αποκλεισμός είναι πάντα επικίνδυνος.
Η συμπερίληψη είναι η μόνη ασφάλεια που έχουμε, αν θέλουμε να έχουμε έναν ειρηνικό κόσμο.
Pearl S. Buck
Η συμπερίληψη αποτελεί θεμέλιο για τη δημιουργία δίκαιων, ισότιμων και βιώσιμων κοινωνιών. Παγκοσμίως ανά τα χρόνια έχει παρατηρηθεί περιθωριοποίηση μειονοτήτων, κυρίως φυλετικών και θρησκευτικών, σε επίπεδο εργασίας, εκπαίδευσης και κοινωνικής ζωής (Ferguson, 2012). Μέχρι τη δεκαετία του 1970 στις ΗΠΑ, πολλά σχολεία απέκλειαν παιδιά με αναπηρία από την τυπική εκπαίδευση, στερώντας τους βασικά δικαιώματα στη μόρφωση και ευκαιρίες για επαγγελματική εξέλιξη (Winzer, 1993). Την ίδια στιγμή, σε πολλές χώρες η πρόσβαση σε πανεπιστημιακές σπουδές και επαγγελματικά πεδία ήταν περιορισμένη για τις γυναίκες, ενώ οι LGBTQI+ κοινότητες υπέφεραν από νομικούς και κοινωνικούς αποκλεισμούς. Με το παρόν κείμενο είναι μια ευκαιρία να εξετάσουμε τις πρακτικές και τις εφαρμογές της συμπερίληψης, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε θεραπευτικό επίπεδο, ενώ παράλληλα θα αναζητήσουμε τρόπους ως προς το πώς η έννοια αυτή ενσωματώνεται σε διαφορετικές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις και τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της πολυ-πολιτισμικότητας, η έννοια της συμπερίληψης (inclusion) αποκτά κομβική σημασία όχι μόνο στον κοινωνικό χώρο, αλλά και στον χώρο της ψυχοθεραπείας και της ψυχολογικής υποστήριξης. Η συμπερίληψη δεν περιορίζεται σε μια παθητική ανοχή της διαφορετικότητας, αλλά προϋποθέτει την ενεργή αναγνώριση, τον σεβασμό και την αποδοχή κάθε ατόμου. Αυτό σημαίνει ότι άτομα με διαφορετικό φύλο, φυλή, θρησκεία, σεξουαλικό προσανατολισμό, κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο ή σωματική και ψυχική ικανότητα έχουν όχι μόνο θέση, αλλά και φωνή μέσα στις κοινωνικές, εκπαιδευτικές και θεραπευτικές δομές.
Στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, η έννοια της συμπερίληψης παίρνει πρακτική μορφή μέσα από στάσεις και παρεμβάσεις που διασφαλίζουν ότι ο θεραπευτής αναγνωρίζει και σέβεται τις διαφορετικές πολιτισμικές, κοινωνικές και προσωπικές πραγματικότητες των θεραπευόμενων. Αυτή η στάση καλλιεργεί ένα θεραπευτικό περιβάλλον ασφάλειας, όπου ο θεραπευόμενος μπορεί να αισθανθεί ότι γίνεται αποδεκτός χωρίς όρους, γεγονός που ενισχύει την εμπιστοσύνη και επιτρέπει την αυθεντική έκφραση του εαυτού του. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να διαχωριστεί η έννοια της πολυμορφικότητας (diversity) από τη συμπερίληψη (inclusion). Η πολυμορφικότητα αναφέρεται κυρίως στην παρουσία ατόμων με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε μια ομάδα ή κοινότητα —π.χ. διαφορετική εθνικότητα, φύλο ή σεξουαλικός προσανατολισμός. Ωστόσο, η παρουσία από μόνη της δεν εγγυάται την αίσθηση ότι οι φωνές αυτών των ατόμων γίνονται σεβαστές ή ακούγονται. Η συμπερίληψη, αντίθετα, δίνει έμφαση στην ενεργή συμμετοχή, στη δημιουργία ενός πλαισίου όπου κάθε μέλος αναγνωρίζεται και εκτιμάται για την αξία που φέρει (Mor Barak, 2016).
Η ψυχολογική διάσταση της συμπερίληψης σχετίζεται στενά με την αίσθηση του ανήκειν (sense of belonging). Όπως έχουν δείξει οι Baumeister και Leary (1995), το ανήκειν αποτελεί μια θεμελιώδη ανθρώπινη ανάγκη, που όταν ικανοποιείται, ενισχύει την αυτοεκτίμηση, μειώνει το άγχος και συμβάλλει στην ψυχολογική ευημερία. Μέσα στη θεραπευτική σχέση, το ανήκειν δημιουργείται όταν ο θεραπευόμενος νιώθει ότι ο θεραπευτής τον «βλέπει» πλήρως, με όλες τις πτυχές της ταυτότητάς του. Σύμφωνα με τον Shore και τους συνεργάτες του (2011), η συμπερίληψη μπορεί να κατανοηθεί μέσα από τρεις βασικές διαστάσεις που εφαρμόζονται τόσο σε οργανωτικά όσο και σε θεραπευτικά πλαίσια, η ενσωμάτωση των οποίων στη θεραπευτική πρακτική προσφέρει όχι μόνο μια πιο δίκαιη και ανθρώπινη προσέγγιση, αλλά και μια βαθύτερη σύνδεση με τον θεραπευόμενο, προάγοντας έτσι τη θεραπευτική αλλαγή. Αυτές είναι:
- Αντιμετώπιση της διαφορετικότητας – η αναγνώριση και ο σεβασμός των διαφορών κάθε ατόμου, χωρίς να επιχειρείται η αφομοίωση ή η εξομοίωσή τους.
- Ισότητα ευκαιριών – η διασφάλιση ότι όλοι έχουν πρόσβαση σε πόρους, υποστήριξη και δυνατότητες συμμετοχής.
- Ενεργή συμμετοχή – η καλλιέργεια περιβάλλοντος όπου η φωνή κάθε ατόμου ακούγεται και οι συνεισφορές του αναγνωρίζονται ως πολύτιμες.
Η έννοια της συμπερίληψης διαμορφώθηκε μέσα από ιστορικούς αγώνες για ανθρώπινα δικαιώματα, κοινωνική ισότητα και αναγνώριση των μειονοτήτων. Οι κοινωνικές ανισότητες που εμφανίστηκαν κατά τον 19ο και 20ό αιώνα αποκάλυψαν την ανάγκη για πολιτικές και πρακτικές που να ενισχύουν την ισότητα και τη συμμετοχή όλων των ανθρώπων. Από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ού αιώνα, οι γυναίκες με το κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών, διεκδίκησαν την πρόσβαση στην εκπαίδευση, το δικαίωμα ψήφου και την επαγγελματική ισότητα. Στις ΗΠΑ, η 19η Τροπολογία (1920) κατοχύρωσε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες, σηματοδοτώντας ένα κρίσιμο βήμα προς την κοινωνική συμπερίληψη (Flexner & Fitzpatrick, 1996). Επίσης η δεκαετία του 1950 σηματοδότησε τη μάχη ενάντια στη φυλετική διάκριση στις ΗΠΑ. Σημαντικά ορόσημα περιλαμβάνουν τη δικαστική υπόθεση Brown v. Board of Education (1954), η οποία απαγόρευσε τη φυλετική διάκριση στην εκπαίδευση, και τον αγώνα για ισότητα στους δημόσιους χώρους και την εργασία (Ferguson, 2012). Λίγο μετά τις δεκαετίες του 1970 και 1980 είναι η έναρξη οργανωμένων προσπαθειών για την ένταξη των ατόμων με αναπηρία σε σχολεία και χώρους εργασίας, με στόχο την εξάλειψη των διακρίσεων με το Americans with Disabilities Act (1990), που αποτέλεσε ορόσημο για την ισότητα στην εργασία και την εκπαίδευση (Shakespeare, 2013), ενώ οι Stonewall Riots (1969) στη Νέα Υόρκη θεωρούνται η αφετηρία του σύγχρονου LGBTQI+ κινήματος. Μέχρι τότε, η κοινωνία αντιμετώπιζε τη διαφορετική σεξουαλικότητα με ποινικές και κοινωνικές κυρώσεις. Το 1973 η American Psychiatric Association (APA) απέκλεισε την ομοφυλοφιλία από τη λίστα ψυχικών διαταραχών, σηματοδοτώντας σημαντική κοινωνική πρόοδο (Lev, 2004). Σήμερα, η συμπερίληψη θεωρείται βασικό στοιχείο πολιτικών και οργανωτικών στρατηγικών σε εκπαιδευτικά, εργασιακά και κοινωνικά πλαίσια.
Οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ και τα Ηνωμένα Έθνη προάγουν τη συμπερίληψη μέσω πολιτικών ισότητας και βιώσιμης ανάπτυξης (OECD, 2020), κάνοντας τη από μια θεωρητική έννοια, μια ενεργητική διαδικασία που εφαρμόζεται μέσα από ποικίλες πρακτικές σε κοινωνικά, εκπαιδευτικά και θεραπευτικά περιβάλλοντα. Στα σχολεία για παράδειγμα η συμπερίληψη αφορά στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως ικανοτήτων, φύλου ή κοινωνικής προέλευσης. Σημαντικές πρακτικές περιλαμβάνουν την ενσωμάτωση μαθητών με αναπηρία σε γενικά σχολεία, με παράλληλη παροχή εξειδικευμένων υποστηρικτικών προγραμμάτων, τα προγράμματα πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης, που ενισχύουν την κατανόηση και σεβασμό προς διαφορετικές κουλτούρες και γλώσσες, και την κατάρτιση εκπαιδευτικών σε θέματα διαφορετικότητας και διαχείρισης συγκρούσεων, ώστε να δημιουργείται ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον (Mor Barak, 2016).
Στον εργασιακό χώρο, η συμπερίληψη περιλαμβάνει πολιτικές ίσης μεταχείρισης, προγράμματα εκπαίδευσης και διαδικασίες που ενισχύουν την ενεργό συμμετοχή όλων των εργαζομένων με Πολιτικές κατά των διακρίσεων, όπως ίση αμοιβή για ίση εργασία και μηδενική ανοχή σε φυλετικό ή σεξουαλικό αποκλεισμό, με Προγράμματα mentoring και coaching που ενισχύουν την ανάπτυξη μειονοτικών ομάδων και γυναικών, αλλά και την Ενσωμάτωση εργαζομένων με αναπηρία, προσαρμόζοντας το χώρο και τις διαδικασίες εργασίας στις ανάγκες τους (Shore et al., 2011). Στο χώρο της ψυχοθεραπείας, η συμπερίληψη αφορά στη δημιουργία ασφαλών και υποστηρικτικών χώρων, όπου οι θεραπευόμενοι μπορούν να εκφραστούν χωρίς φόβο στιγματισμού, με Αποδοχή της ταυτότητας τους, ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού ή κουλτούρας (Rogers, 1961), με Προσαρμοσμένες τεχνικές επικοινωνίας, για ανθρώπους με διαφορετικές γνωστικές ικανότητες ή ψυχικές καταστάσεις και Συνθετικές προσεγγίσεις, που ενσωματώνουν στοιχεία από Gestalt, συστημική, ψυχοδυναμική και θετική ψυχολογία για να καλύψουν τις μοναδικές ανάγκες κάθε ατόμου. Τέλος, η ψηφιακή εποχή έχει επιφέρει νέες προκλήσεις και ευκαιρίες για συμπερίληψη, δημιουργώντας ιστοσελίδες και εφαρμογές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άτομα με αναπηρία, Πλατφόρμες εκπαίδευσης και τηλε-εργασίας, που παρέχουν ίσες ευκαιρίες συμμετοχής ανεξάρτητα από γεωγραφική θέση ή φυσικούς περιορισμούς, και Κοινωνικά δίκτυα και κοινότητες υποστήριξης, που ενισχύουν τη συμμετοχή και την αίσθηση ανήκειν για μειονότητες και απομακρυσμένες ομάδες.
Η ψυχοθεραπεία αποτελεί ένα κρίσιμο πεδίο όπου η συμπερίληψη εφαρμόζεται στην πράξη, προσφέροντας ασφάλεια, αναγνώριση και ενεργό συμμετοχή στους θεραπευόμενους. Οι διάφορες προσεγγίσεις αγγίζουν τη συμπερίληψη με διαφορετικούς τρόπους, αλλά όλες συμφωνούν ότι η αναγνώριση της μοναδικότητας κάθε ατόμου είναι κεντρική.
Στην Προσωποκεντρική προσέγγιση, ο Carl Rogers (1961) εισήγαγε την έννοια της άνευ όρων αποδοχής (unconditional positive regard), δηλαδή τη βαθιά και σταθερή στάση αποδοχής του άλλου χωρίς όρους, προϋποθέσεις ή κριτική. Αυτή η στάση δεν είναι μια τεχνική, αλλά μια θεμελιώδης διάθεση του θεραπευτή να βλέπει το άτομο όπως είναι, με σεβασμό στη μοναδικότητά του και χωρίς την πρόθεση να το αλλάξει. Ο Rogers τόνιζε ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του τις δυνατότητες για ανάπτυξη και αυτοπραγμάτωση, εφόσον βρεθεί σε ένα περιβάλλον αποδοχής, ενσυναίσθησης και γνησιότητας. Αυτή η προοπτική αποτελεί μια από τις πιο καθαρές μορφές συμπερίληψης μέσα στην ψυχοθεραπεία: η αναγνώριση ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο, την ταυτότητα ή τις εμπειρίες τους, αξίζουν να γίνονται δεκτοί ακριβώς όπως είναι. Η «άνευ όρων αποδοχή» δεν ακυρώνει τις διαφορές, αλλά τις αγκαλιάζει, δημιουργώντας έναν θεραπευτικό χώρο όπου η διαφορετικότητα δεν είναι εμπόδιο αλλά πηγή κατανόησης και αυθεντικής σχέσης (Rogers, 1961; Cain, 2010).
Στην θεραπεία Gestalt, η έμφαση δίνεται στην επίγνωση του «εδώ και τώρα» και στην ανάγκη να ενοποιούνται όλα τα κομμάτια της εμπειρίας μας. Οι Perls, Hefferline και Goodman (1951) υποστήριξαν ότι η ψυχική υγεία βασίζεται στην ικανότητα του ατόμου να φέρνει στο προσκήνιο, να αναγνωρίζει και να ενσωματώνει πτυχές του εαυτού που ίσως έχουν αγνοηθεί ή καταπιεστεί. Όταν κάποια κομμάτια του εαυτού μένουν στο περιθώριο — είτε πρόκειται για συναισθήματα, είτε για ανάγκες, είτε για πλευρές της ταυτότητας— τότε δημιουργούνται «κενά» στην ψυχική μας ολοκλήρωση. Από αυτή την άποψη, η Gestalt θεραπεία προτείνει μια μορφή συμπερίληψης προς τα μέσα: δεν απορρίπτουμε ή αποκλείουμε τίποτα από την εσωτερική μας εμπειρία, αλλά καλλιεργούμε μια στάση αποδοχής και ενσωμάτωσης. Αυτή η διαδικασία μοιάζει με την κοινωνική συμπερίληψη. Όπως στις κοινότητες επιδιώκουμε όλοι οι άνθρωποι να έχουν θέση και φωνή, έτσι και στην ψυχή μας αναζητούμε να δώσουμε χώρο σε όλες μας τις πλευρές. Η εσωτερική αυτή «συμπερίληψη» οδηγεί σε μεγαλύτερη αυθεντικότητα, ισορροπία και αίσθηση πληρότητας (Perls et al., 1951; Yontef & Jacobs, 2014).
Στην ψυχοδυναμική προσέγγιση, η έννοια της συμπερίληψης παίρνει μια ιδιαίτερη μορφή. Αφορά στην αναγνώριση και κατανόηση των ασυνείδητων μοτίβων που συχνά ριζώνουν σε εμπειρίες αποκλεισμού ή απόρριψης. Ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο Freud (1917) τόνισε τη σημασία των παιδικών βιωμάτων και των πρώιμων σχέσεων για την ψυχική ανάπτυξη και την ευαλωτότητα απέναντι σε μελλοντικές δυσκολίες. Όταν ένα παιδί βιώνει περιθωριοποίηση ή έλλειψη αποδοχής, αυτά τα τραύματα μπορεί να ενσωματωθούν στο ασυνείδητο, δημιουργώντας μοτίβα που επαναλαμβάνονται στις ενήλικες σχέσεις. Η συμπερίληψη, στο πλαίσιο της ψυχοδυναμικής θεραπείας, σημαίνει να δοθεί «φωνή» σε εκείνα τα μέρη του εαυτού που κάποτε αποκλείστηκαν ή καταπιέστηκαν. Ο θεραπευτικός χώρος γίνεται έτσι ένας τόπος όπου οι παλιές εμπειρίες αποκλεισμού μπορούν να αναγνωριστούν, να νοηματοδοτηθούν και να μετασχηματιστούν. Με αυτόν τον τρόπο, η ψυχοδυναμική διαδικασία δεν περιορίζεται στη θεραπεία των συμπτωμάτων, αλλά ανοίγει το δρόμο για μια πιο ενσωματωμένη και συμπεριληπτική αίσθηση εαυτού (Freud, 1917/1957; Mitchell & Black, 2016).
Στη Συστημική θεραπεία, το άτομο δεν αντιμετωπίζεται ποτέ απομονωμένα, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με τα συστήματα στα οποία ανήκει —την οικογένεια, την κοινότητα και την κοινωνία. Ο Minuchin (1974) μέσα από τη δομική οικογενειακή θεραπεία, τόνισε ότι τα προβλήματα ενός ανθρώπου δεν μπορούν να κατανοηθούν πλήρως, αν αγνοηθεί το πλαίσιο των σχέσεων και των αλληλεπιδράσεών του. Η έννοια της συμπερίληψης, μέσα από το συστημικό πρίσμα, παίρνει τη μορφή του να δίνουμε χώρο σε όλες τις φωνές του συστήματος, όχι μόνο σε εκείνες που είναι πιο δυνατές ή πιο εμφανείς. Συχνά, στις οικογενειακές ή κοινωνικές δομές, κάποιες φωνές σιωπούν ή περιθωριοποιούνται —για παράδειγμα οι φωνές των παιδιών των μειονοτήτων ή όσων δεν έχουν εξουσία. Η συστημική προσέγγιση επιδιώκει να φέρει αυτές τις φωνές στο προσκήνιο, να τις αναγνωρίσει και να τις εντάξει στον διάλογο. Με αυτόν τον τρόπο, η συμπερίληψη δεν αφορά μόνο το άτομο αλλά και τη δυναμική των σχέσεων. Δημιουργείται ένα πλαίσιο όπου κάθε μέλος νιώθει ότι ανήκει και συμβάλλει. Έτσι, η θεραπεία γίνεται μια μικρογραφία μιας πιο δίκαιης και συμπεριληπτικής κοινωνίας (Minuchin, 1974; Nichols & Davis, 2020).
Τέλος, η Θετική Ψυχολογία, όπως θεμελιώθηκε από τον Martin Seligman (2011), μας υπενθυμίζει ότι η ευημερία δεν εξαντλείται στην απουσία ψυχολογικών δυσκολιών, αλλά χτίζεται ενεργητικά μέσα από την ενίσχυση των προσωπικών δυνάμεων, την καλλιέργεια των θετικών συναισθημάτων και τη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων. Η έμφαση δίνεται στο να δούμε τον άνθρωπο όχι μόνο ως «φορέα προβλημάτων», αλλά ως πηγή δυνατοτήτων και προοπτικών ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο, η συμπερίληψη παίρνει μια θετική διάσταση. Δε σημαίνει μόνο ότι δεχόμαστε όλους ανεξαιρέτως, αλλά ότι αναγνωρίζουμε και αναδεικνύουμε τα θετικά στοιχεία που φέρνει μαζί του κάθε άτομο. Κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως υπόβαθρου, ταυτότητας ή ικανοτήτων, συμβάλλει με μοναδικό τρόπο στο συλλογικό καλό, φέρνοντας δυνάμεις, γνώσεις και εμπειρίες που εμπλουτίζουν το σύνολο. Με άλλα λόγια, η συμπερίληψη στη Θετική Ψυχολογία δεν είναι απλώς η απουσία αποκλεισμού, αλλά η ενεργή γιορτή της διαφορετικότητας ως πηγή δημιουργικότητας και ανθεκτικότητας (Seligman, 2011; Peterson & Seligman, 2004).
Και ενώ η συμπερίληψη σήμερα θεωρείται βασικός πυλώνας σε κοινωνικό, εκπαιδευτικό και επαγγελματικό επίπεδο, η εφαρμογή της συχνά αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω ιστορικών, πολιτισμικών και οργανωτικών παραμέτρων. Παραδοσιακές αντιλήψεις για φύλο, φυλή ή θρησκεία συχνά εμποδίζουν την πλήρη εφαρμογή της. Την ίδια στιγμή η απουσία πολιτικών και η ανεπάρκεια εκπαίδευσης προσωπικού μειώνουν την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων συμπερίληψης, ενώ πολλοί άνθρωποι με αναπηρία ή σε απομακρυσμένες περιοχές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν εμπόδια στην εκπαίδευση ή την εργασία (OECD, 2020).
Από το 2000 έως το 2025, η Ελλάδα έχει καταβάλει προσπάθειες για την ενσωμάτωση ομάδων που αντιμετωπίζουν κοινωνικό αποκλεισμό, όπως οι Ρομά, τα άτομα με αναπηρία, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, καθώς και η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Παρά τις προόδους όμως, οι προκλήσεις παραμένουν. Αναφορικά στους Ρομά, η ελληνική πολιτεία έχει αναγνωρίσει την ανάγκη για κοινωνική ένταξη μέσω εθνικών στρατηγικών και σχεδίων δράσης. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των πολιτικών συχνά αντιμετωπίζει την έλλειψη πόρων και την κοινωνική αντίσταση. Στα Άτομα με Αναπηρία η νομοθεσία για την ένταξη τους έχει εξελιχθεί με την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία. Παρόλα αυτά, η πρακτική εφαρμογή της παραμένει ελλιπής, με περιορισμένη προσβασιμότητα και κοινωνική αποδοχή. Ως προς τους Πρόσφυγες και Μετανάστες, η Ελλάδα, που παραμένει η κύρια πύλη εισόδου τους στην ΕΕ, έχει αναπτύξει πολιτικές για την ένταξή τους. Ωστόσο, οι πολιτικές αυτές συχνά χαρακτηρίζονται από περιορισμένη εφαρμογή και κοινωνική αντίσταση, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση αυτών των ομάδων. Τέλος για την ΛΟΑΤΚΙ2+ Κοινότητα η νομοθεσία έχει προοδεύσει με την αναγνώριση του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου το 2024 και την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας. Παρόλα αυτά, η κοινωνική αποδοχή παραμένει περιορισμένη, με ενδείξεις διακρίσεων και στιγματισμού.
Η συμπερίληψη αποτελεί μια πολυδιάστατη και συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία που διαπερνά κοινωνικούς, εκπαιδευτικούς, επαγγελματικούς και ψυχοθεραπευτικούς τομείς, έχοντας ως στόχο την εξάλειψη των ανισοτήτων και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει δημιουργήσει νέες ευκαιρίες προς αυτή την κατεύθυνση, μέσω της ανάπτυξης προσβάσιμων ιστοσελίδων και εφαρμογών για άτομα με αναπηρία και μειονότητες, της τηλεκπαίδευσης και τηλε-εργασίας που ενισχύουν την ισότητα πρόσβασης και συμμετοχής, καθώς και των διαδικτυακών κοινοτήτων υποστήριξης που προσφέρουν ασφαλείς χώρους σε μειονότητες και απομακρυσμένες ομάδες (European Commission, 2020). Ενδεικτικά, στη Φινλανδία οι ψηφιακές εκπαιδευτικές πλατφόρμες ενσωματώνουν δυνατότητες υποτιτλισμού, screen readers και προσαρμογές για μαθησιακές δυσκολίες, αυξάνοντας τη συμμετοχή μαθητών με αναπηρία (OECD, 2021).
Στον χώρο της ψυχοθεραπείας, η συμπερίληψη εκφράζεται μέσα από πολλαπλές προσεγγίσεις: η προσωποκεντρική θεραπεία εστιάζει στην άνευ όρων αποδοχή και την ενεργητική ακρόαση (Rogers, 1957), η Gestalt καλλιεργεί τη συνειδητότητα και την ολότητα του εαυτού (Perls, 1973), η συστημική θεραπεία προάγει την ισότιμη συμμετοχή μέσα στο οικογενειακό ή κοινωνικό σύστημα (Goldenberg & Goldenberg, 2013), η ψυχοδυναμική εντοπίζει ασυνείδητες μορφές αποκλεισμού (Mitchell & Black, 2016) και η θετική ψυχολογία αναδεικνύει τα δυνατά σημεία και τις σχέσεις του ατόμου (Seligman, 2011). Σήμερα, η συμπερίληψη αναγνωρίζεται ως κρίσιμη προϋπόθεση για τη λειτουργία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εργασιακών χώρων, ψηφιακών πλατφορμών και θεραπευτικών πλαισίων, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις όπως οι κοινωνικές αντιστάσεις, τα οργανωτικά εμπόδια και ο ψηφιακός αποκλεισμός (UNESCO, 2020). Για την ενίσχυση της συμπερίληψης προτείνονται δράσεις όπως η συστηματική εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών, η θέσπιση πολιτικών ίσης μεταχείρισης και anti-bullying, η ενσωμάτωση διαθεματικών ψυχοθεραπευτικών πρακτικών, η ανάπτυξη προσβάσιμων ψηφιακών εργαλείων και η συνεχής αξιολόγηση και αναπροσαρμογή των πολιτικών (American Psychological Association, 2021). Η συμπερίληψη, επομένως, δεν αποτελεί στατική έννοια, αλλά μια συνεχή διαδικασία που απαιτεί δέσμευση, καινοτομία και ευελιξία, ώστε να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες. Δεν είναι απλώς η αποδοχή της διαφορετικότητας. Είναι μια ενεργή δέσμευση που απαιτεί συνειδητή προσπάθεια και συνεργασία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Η προαγωγή της σε ψυχοθεραπευτικά, κοινωνικά και ψηφιακά περιβάλλοντα εξασφαλίζει όχι μόνο την ισότητα, αλλά και την ψυχολογική και κοινωνική ευημερία για όλους.
Σας ευχαριστώ

American Psychological Association. (2021). Guidelines for psychological practice with LGBTQ+ clients. APA.
Baumeister, R. F., & Leary, M. R. (1995). The need to belong: Desire for interpersonal attachments as a fundamental human motivation. Psychological Bulletin
Cain, D. J. (2010). Person-centered psychotherapy. American Psychological Association.
Christopoulos, D. (2008). Ethnic minorities in Greece: Invisibility and exclusion. Journal of Ethnic and Migration Studies, 34(2), 1–20.
European Commission. (2020). Shaping Europe’s digital future. Publications Office of the EU.
Ferguson, R. (2012). Race, class, and gender in the United States: An integrated study. Worth Publishers.
Flexner, E., & Fitzpatrick, E. (1996). Century of struggle: The woman’s rights movement in the United States. Harvard University Press.
Freud, S. (1917). Introductory lectures on psychoanalysis. W. W. Norton & Company.
Freud, S. (1957). Mourning and melancholia (J. Strachey, Trans.). In J. Strachey (Ed. & Trans.), The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud (Vol. 14, pp. 237–258). Hogarth Press. (Original work published 1917)
Goldenberg, I., & Goldenberg, H. (2013). Family therapy: An overview (8th ed.). Cengage Learning.
Gouseti, I. (2025). Precariousness and marginality of people experiencing homelessness in Athens: Pathways in and through the street. European Journal of Homelessness, 19(1), 43–60.
Iliadis, C. (2025). Minorities and inclusion in the case of Greece. In European Identities, Inclusion and Equality (pp. 25–40). Springer.
Kernberg, O. F. (1975). Borderline conditions and pathological narcissism. Jason Aronson.
Lev, A. I. (2004). Transgender emergence: Therapeutic guidelines for working with gender-variant people and their families. Haworth Clinical Practice Press.
Minuchin, S. (1974). Families and family therapy. Harvard University Press.
Mitchell, S. A., & Black, M. J. (2016). Freud and beyond: A history of modern psychoanalytic thought. Basic Books.
Mor Barak, M. E. (2016). Managing diversity: Toward a globally inclusive workplace. Sage.
Nichols, M. P., & Davis, S. D. (2020). Family therapy: Concepts and methods (12th ed.). Pearson.
OECD. (2020). Inclusion in education and society: Lessons from COVID-19. OECD Publishing.
OECD. (2021). Digital education outlook 2021: Pushing the frontiers with AI, blockchain and robots. OECD Publishing.
Panagiotis, G. (2024). Inclusion classes in Greek education: Political and social implications. Nasen Journal, 24(2), 123–135.
Perls, F. (1973). The Gestalt approach & eyewitness to therapy. Science and Behavior Books.
Perls, F., Hefferline, R., & Goodman, P. (1951). Gestalt therapy: Excitement and growth in the human personality. Julian Press.
Peterson, C., & Seligman, M. E. P. (2004). Character strengths and virtues: A handbook and classification. Oxford University Press.
Rogers, C. R. (1957). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting Psychology, 21(2), 95–103.
Rogers, C. R. (1961). On becoming a person: A therapist's view of psychotherapy. Houghton Mifflin.
Seligman, M. E. P. (2011). Flourish: A visionary new understanding of happiness and well-being. Free Press.
Shakespeare, T. (2013). Disability rights and wrongs revisited. Routledge.
Shore, L. M., Randel, A. E., Chung, B. G., Dean, M. A., Ehrhart, K. H., & Singh, G. (2011). Inclusion and diversity in work groups: A review and model for future research. Journal of Management
UNESCO. (2020). A guide for ensuring inclusion and equity in education. UNESCO Publishing.
Yfantopoulos, J. (2023). The health gap and HRQoL inequalities in Greece before and after the economic crisis. Journal of Public Health Policy, 44(3), 345–358.
Yontef, G., & Jacobs, L. (2014). Gestalt therapy. In D. J. Cain, K. Keenan, & S. Rubin (Eds.), Humanistic psychotherapies: Handbook of research and practice (2nd ed., pp. 313–357). American Psychological Association.