Skip to main content

Σε αθωώνω για να επιβιώνω: Όταν η συγχώρεση γίνεται πράξη αυτοσυντήρησης

Σε αθωώνω για να επιβιώνω: Όταν η συγχώρεση γίνεται πράξη αυτοσυντήρησης

Η φράση «σε αθωώνω για να επιβιώνω» φέρει μια έντονη συναισθηματική χροιά, συνδυάζοντας δύο φαινομενικά αντιφατικά στοιχεία: την πράξη της συγχώρεσης και την ανάγκη της επιβίωσης (ψυχικής ή συναισθηματικής). Αλλά αυτή η “αντίφαση” μπορεί να έχει νόημα, ειδικά αν δει κανείς τη συγχώρεση ως στρατηγική προσαρμογής (coping), και όχι απλά ως «ηθική» ή «θρησκευτική» επιλογή. Από ψυχολογικής άποψης, η συγχώρεση δεν είναι απλώς ηθική ή κοινωνική υποχρέωση. Μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγική αυτοπροστασίας και αυτοσυντήρησης (Freedman & Enright, 1996). Για πολλούς, η συγχώρεση δεν είναι μόνο μια πράξη οικειότητας ή καλής θέλησης· μπορεί να είναι ένας τρόπος να απεγκλωβιστείς από το τραύμα, τον θυμό ή το βάρος του παρελθόντος — ώστε να μπορέσεις να συνεχίσεις, να σταθείς όρθιος, να ζήσεις. Ωστόσο, η συγχώρεση δεν είναι πάντα θετική ή ασφαλής, γιατί αν δεν γίνεται αυθεντικά, μπορεί να επιφέρει ψυχολογική βλάβη. Στο παρόν κείμενο εξετάζονται οι δύο όψεις της συγχώρεσης, τα ψυχολογικά οφέλη και οι περιορισμοί της. 

Η συγχώρεση ως δρόμος επιβίωσης

Η συγχώρεση, όταν βιώνεται εσωτερικά και αυθεντικά, λειτουργεί ως βασικός μηχανισμός απελευθέρωσης από το συναισθηματικό βάρος του θυμού, της πικρίας και της μνησικακίας. Το ψυχολογικό φορτίο που προκαλείται από αρνητικά συναισθήματα, ιδιαίτερα όταν διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να επηρεάσει τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική υγεία. Τα άτομα που εφαρμόζουν τη συγχώρεση ως στρατηγική αντιμετώπισης (coping) εμφανίζουν μειωμένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και στρες, ενώ ταυτόχρονα βελτιώνεται η συνολική τους ψυχική ευημερία (Toussaint & Friedman, 2022; Witvliet, Ludwig, & Vander Laan, 2001). Με άλλα λόγια, η συγχώρεση επιτρέπει στο άτομο να απελευθερωθεί από το παρελθόν και να ζήσει πιο ελεύθερα και ισορροπημένα.

Η λειτουργία της συγχώρεσης είναι πολυδιάστατη. Ένα σημαντικό στοιχείο αφορά στη μείωση της υπερανάλυσης, που είναι η τάση για επαναλαμβανόμενες αρνητικές σκέψεις σχετικά με το τραύμα ή την αδικία που έχει υποστεί κάποιος. Η υπερανάλυση έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης και μειωμένη ψυχική ευεξία, καθώς κρατά το άτομο σε έναν φαύλο κύκλο αρνητικών συναισθημάτων και αναμνήσεων (Toussaint & Friedman, 2022). Η συγχώρεση, αντίθετα, λειτουργεί ως μέσο διακοπής αυτού του κύκλου, επιτρέποντας στο άτομο να εστιάσει στην παρούσα στιγμή και να αναπτύξει θετικά συναισθήματα.

Η συγχώρεση επίσης συνδέεται με συγκεκριμένα σωματικά και ψυχοσωματικά οφέλη. Έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα που συγχωρούν έχουν καλύτερη ποιότητα ύπνου, αυξημένη θετική διάθεση, μειωμένα επίπεδα φυσιολογικού στρες και λιγότερα ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους, μυϊκή ένταση ή προβλήματα πέψης (Witvliet et al., 2001). Αυτό υπογραμμίζει ότι η συγχώρεση δεν είναι μόνο μια συναισθηματική ή ηθική επιλογή, αλλά και μια βιοψυχοκοινωνική στρατηγική επιβίωσης, που ενισχύει την ολική ευημερία του ατόμου.

Η φράση «σε αθωώνω για να επιβιώνω» αποτυπώνει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο αυτή την πραγματικότητα. Η συγχώρεση δεν γίνεται απαραίτητα για τον άλλον ή για να δικαιώσει τη συμπεριφορά του, αλλά για την απελευθέρωση του ίδιου του ατόμου από το συναισθηματικό βάρος που μπορεί να τον καταστρέψει εσωτερικά. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, το άτομο προστατεύει τον εαυτό του από τη συσσώρευση θυμού, πικρίας και αρνητικών σκέψεων, δημιουργώντας χώρο για συναισθηματική ανανέωση, ψυχική ανθεκτικότητα και βελτιωμένη ποιότητα ζωής (Merolla, 2008). 

Στην πράξη, η συγχώρεση μπορεί να εκφραστεί με πολλούς τρόπους, από τη συνειδητή απόφαση να «αφήσουμε πίσω» μια αδικία μέχρι την εσωτερική επανερμηνεία ενός τραυματικού γεγονότος. Για παράδειγμα, ένα άτομο που έχει βιώσει προδοσία μπορεί να μην ξεχάσει το γεγονός, αλλά μπορεί να αποφασίσει να μην αφήσει το θυμό να κυριαρχήσει στη ζωή του, μειώνοντας έτσι τα ψυχοσωματικά και ψυχολογικά του βάρη. Αυτή η εσωτερική διαδικασία συγχώρεσης λειτουργεί ως πράξη αυτοσυντήρησης, που επιτρέπει στο άτομο να συνεχίσει να ζει με λιγότερο ψυχικό πόνο και μεγαλύτερη εσωτερική ισορροπία.

Συνοψίζοντας, η εσωτερική και αυθεντική συγχώρεση αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο ψυχικής αυτοπροστασίας. Μέσα από τη μείωση της υπερανάλυσης, τη βελτίωση της ψυχικής και σωματικής υγείας και την απελευθέρωση από το συναισθηματικό βάρος του παρελθόντος, η συγχώρεση επιτρέπει στο άτομο να επιβιώνει και να αναπτύσσεται ψυχικά, ακόμα και μετά από επώδυνα ή τραυματικά γεγονότα.

Οι ψυχολογικοί περιορισμοί της συγχώρεσης

Παρά τα αποδεδειγμένα οφέλη της, η συγχώρεση δεν μπορεί να θεωρηθεί πανάκεια για την ψυχική ευεξία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η πρόωρη ή εξωτερικά επιβαλλόμενη συγχώρεση μπορεί να έχει αρνητικά ψυχολογικά αποτελέσματα, ειδικά όταν πρόκειται για σοβαρό τραύμα, κακοποίηση ή επαναλαμβανόμενη βλάβη (McNulty, 2011; Fincham & Beach, 2008). Σε αυτές τις συνθήκες, η συγχώρεση μπορεί να λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός άρνησης των συναισθημάτων, αντί να παρέχει πραγματική ανακούφιση ή απελευθέρωση. Το άτομο μπορεί να νιώθει υποχρεωμένο να συγχωρήσει, χωρίς να έχει επεξεργαστεί πλήρως τα συναισθήματά του, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε ένταση, ενοχές ή ακόμη και ψυχοσωματικά συμπτώματα.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η συγχώρεση δεν ταυτίζεται με τη λήθη ή την αποδοχή της πράξης του άλλου. Η ψυχολογική θεωρία υποστηρίζει ότι η συγχώρεση πρέπει να είναι αυθεντική, συνειδητή και προσωπική επιλογή, όχι αποτέλεσμα πίεσης από το κοινωνικό περιβάλλον ή επιβεβλημένων ηθικών κανόνων (Merolla, 2008). Όταν η συγχώρεση επιβάλλεται ή βιώνεται ως καθήκον, το άτομο ενδέχεται να αισθανθεί ενοχή ή να καταπιέσει τα συναισθήματά του, κάτι που μπορεί να προκαλέσει επανεμφάνιση τραυματικών εμπειριών ή συναισθηματική δυσφορία. Με άλλα λόγια, η επιφανειακή ή καταναγκαστική συγχώρεση μπορεί να έχει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, επιβαρύνοντας την ψυχική υγεία αντί να την ενισχύει.

Σε αντίθεση με αυτό, η άρνηση της συγχώρεσης δεν είναι πάντα αρνητική ή καταστροφική. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η συνειδητή απόφαση να μην συγχωρήσει κάποιος μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός αυτοπροστασίας. Η άρνηση συγχώρεσης μπορεί να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση, να διαφυλάξει το αίσθημα δικαίου και να προστατεύσει το άτομο από τοξικές ή καταπιεστικές σχέσεις (McNulty, 2011; Fincham & Beach, 2008). Με άλλα λόγια, η άρνηση μπορεί να είναι μια στρατηγική αυτοσυντήρησης που επιτρέπει στο άτομο να θέσει όρια, να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του και να μην υποστεί περαιτέρω ψυχολογική βλάβη.

Συνεπώς, για να είναι η συγχώρεση πραγματικά ωφέλιμη, απαιτείται επίγνωση των ορίων, αυθεντικότητα και χρόνος. Το άτομο χρειάζεται να επεξεργαστεί τα συναισθήματά του και να αποφασίσει ελεύθερα, χωρίς εξωτερικές πιέσεις, αν θέλει να συγχωρήσει. Η διαδικασία αυτή δεν είναι γραμμική και μπορεί να χρειαστεί επανεξέταση ή καθοδήγηση από ειδικούς ψυχικής υγείας, ιδίως σε περιπτώσεις σοβαρού τραύματος. Με αυτόν τον τρόπο, η συγχώρεση γίνεται πραγματικά εργαλείο ψυχικής αυτοπροστασίας και εσωτερικής απελευθέρωσης, αντί να είναι ένας βεβιασμένος ή καταπιεστικός μηχανισμός που ενδεχομένως επιβαρύνει τον ψυχισμό του ατόμου.

Η διπλή όψη της συγχώρεσης

Η συγχώρεση, όταν βιώνεται αυθεντικά και συνειδητά, λειτουργεί ως σημαντικός μηχανισμός απελευθέρωσης και αυτοπροστασίας. Απελευθερώνει το άτομο από το βάρος αρνητικών συναισθημάτων όπως ο θυμός, η πικρία ή η μνησικακία και μειώνει την επίδραση αυτών των συναισθημάτων στη σωματική και ψυχική υγεία (Toussaint & Friedman, 2022). Μέσω της συγχώρεσης, το άτομο μπορεί να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά τα τραυματικά γεγονότα, να μειώσει τις επαναλαμβανόμενες αρνητικές σκέψεις και να δημιουργήσει χώρο για θετικά συναισθήματα, όπως η εσωτερική γαλήνη και η ψυχική ισορροπία (Witvliet, Ludwig, & Vander Laan, 2001).

Ωστόσο, η συγχώρεση δεν είναι πάντα θετική ή ασφαλής. Όταν επιβάλλεται εξωτερικά ή γίνεται χωρίς συνειδητή επίγνωση, μπορεί να είναι επικίνδυνη ή ανεπαρκής. Η επιβολή συγχώρεσης, είτε μέσω κοινωνικής πίεσης είτε ως αποτέλεσμα εσωτερικών αναγκών να φαίνεται «καλό» άτομο, μπορεί να καταπιέσει τα αληθινά συναισθήματα του ατόμου και να εμποδίσει την πραγματική επεξεργασία του τραύματος (McNulty, 2011; Fincham & Beach, 2008; Merolla, 2008). Σε ακραίες περιπτώσεις, η βεβιασμένη συγχώρεση μπορεί να διαιωνίσει τοξικές ή βλαβερές σχέσεις, ιδιαίτερα όταν ο θύτης δεν δείχνει μεταμέλεια ή αλλά δεν αλλάζει τη συμπεριφορά του.

Η φράση «σε αθωώνω για να επιβιώνω» αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή τη διττή πραγματικότητα. Από τη μία πλευρά, δείχνει αυτογνωσία, δύναμη και ψυχική ανθεκτικότητα, καθώς το άτομο αποφασίζει συνειδητά να απελευθερωθεί από τα βαριά συναισθήματα. Από την άλλη πλευρά, απαιτεί κριτική σκέψη και επίγνωση των ορίων — το άτομο πρέπει να αξιολογεί αν η συγχώρεση είναι ασφαλής και ωφέλιμη στη συγκεκριμένη περίσταση, χωρίς να εκθέτει τον εαυτό του σε περαιτέρω βλάβη.

Επιπλέον, η συγχώρεση δεν πρέπει να συγχέεται με την επανασύνδεση ή την επαναφορά εμπιστοσύνης προς τον θύτη. Αντίθετα, μπορεί να αποτελεί μια απολύτως εσωτερική διαδικασία απελευθέρωσης, ανεξάρτητη από την πορεία της σχέσης με τον άλλον. Η εσωτερική συγχώρεση λειτουργεί ως στρατηγική ψυχικής επιβίωσης και αυτοσυντήρησης, διευκολύνοντας την ανακούφιση από τον ψυχικό πόνο και την ανάπτυξη προσωπικής ανθεκτικότητας, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η επαφή με τον θύτη δεν είναι δυνατή ή ασφαλής (Toussaint & Friedman, 2022; McNulty, 2011; Merolla, 2008).

Συνολικά, η αυθεντική συγχώρεση αποτελεί ένα εργαλείο που ενισχύει τη ψυχική ευημερία, προϋποθέτει όμως συνείδηση, χρόνο και εκτίμηση των ορίων. Όταν γίνεται σωστά, μπορεί να απελευθερώσει τον άνθρωπο από αρνητικά συναισθήματα και να βελτιώσει την ψυχική και σωματική υγεία, χωρίς να συνεπάγεται συμβιβασμό ή άρνηση της πραγματικότητας.

Συμπέρασμα

Η φράση «σε αθωώνω για να επιβιώνω» αναδεικνύει την ψυχολογική δυναμική της συγχώρεσης. Από τη μία πλευρά, η συγχώρεση λειτουργεί ως μηχανισμός αυτοπροστασίας, μειώνει το στρες και ενισχύει την ψυχική υγεία. Από την άλλη, η συγχώρεση χωρίς επίγνωση ή αυθεντικότητα μπορεί να είναι επιζήμια, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις σοβαρού τραύματος ή κακοποίησης.

Η αυθεντική, συνειδητή συγχώρεση, που σέβεται τα συναισθήματα και τα όρια του ατόμου, μπορεί να αποτελέσει πράξη αυτοσυντήρησης και ψυχικής απελευθέρωσης, ενώ η βεβιασμένη ή κοινωνικά επιβαλλόμενη συγχώρεση μπορεί να προκαλέσει ψυχολογική βλάβη. Η κατανόηση αυτής της διπλής όψης είναι κρίσιμη για την ψυχική υγεία και τη διαχείριση τραυμάτων.

 

Σας ευχαριστώ

gio.png


Fincham, F. D., & Beach, S. R. H. (2008). Forgiveness in marriage: Putting the benefits into context. Journal of Family Psychology, 22(1), 171–175.

Freedman, S., & Enright, R. (1996). Forgiveness and the healing process. In E. L. Worthington (Ed.), Handbook of forgiveness: Theory, research, and practice (pp. 187–206). Routledge.

McNulty, J. K. (2010). Forgiveness increases the likelihood of subsequent partner transgressions in marriage. Journal of Family Psychology, 24(6), 787–790.

McNulty, J. K. (2011). The dark side of forgiveness: The tendency to forgive predicts continued psychological and physical aggression in marriage. Personality and Social Psychology Bulletin, 37(6), 770–783.

Merolla, A. J. (2008). Communicating forgiveness in friendships and dating relationships. Communication Studies, 59(2), 114–131.

Strelan, P., & Covic, T. (2006). A review of forgiveness process models and a coping framework to guide future research. Journal of Social and Clinical Psychology, 25(10), 1059–1085.

Toussaint, L., & Friedman, M. (2022). The psychological pathways between forgiveness, rumination, and mental health. Journal of Clinical Psychology, 78(3), 400–415.

Witvliet, C. V., Ludwig, T. E., & Vander Laan, K. L. (2001). Granting forgiveness or harboring grudges: Implications for emotions, physiology, and health. Psychological Science, 12(2), 117–123.