Chemsex: μια κοινωνικο-ψυχολογική προσέγγιση
Tο chemsex χρειάζεται να θεωρείται προτεραιότητα δημόσιας υγείας
Dr. Richard Ma
London NIHR Academic Clinical Lecturer, University of Bristol
Τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο του chemsex έχει αναδειχθεί σε ένα παγκόσμιο ζήτημα δημόσιας υγείας, με αυξανόμενες κοινωνικές, ψυχολογικές και ιατρικές επιπτώσεις (Tomkins et al., 2019). Σαν παγκόσμιο ζήτημα δημόσιας υγείας ορίζεται ένα πρόβλημα που επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει πληθυσμούς σε πολλές χώρες και απαιτεί διεθνή συνεργασία για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του (WHO, 2021). Τέτοια ζητήματα έχουν διασυνοριακή διάσταση, προκαλούν υψηλό φορτίο νοσηρότητας, επιβαρύνουν συστήματα υγείας και οικονομίες, και συχνά συνδέονται με ανισότητες στην υγεία (Koplan et al., 2009). Την ίδια στιγμή είναι πολυπαραγοντικά, καθώς προκύπτουν από τη συνύπαρξη βιολογικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών και πολιτικών παραγόντων, γι’ αυτό και απαιτούν κοινές πολιτικές, πρόληψη, έρευνα και συντονισμένες παρεμβάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο (Beaglehole & Bonita, 2010; World Health Organization, 2021).
Ως chemsex ορίζεται η χρήση ψυχοενεργών ουσιών με σκοπό την ενίσχυση, παράταση ή υποστήριξη της σεξουαλικής δραστηριότητας, συχνά σε ομαδικά πλαίσια με σκοπό την ενίσχυση της σεξουαλικής εμπειρίας (Edmundson, 2018). Η πρακτική αυτή εμφανίζεται κυρίως μεταξύ ανδρών που κάνουν σεξ με άλλους άνδρες (MSM), αλλά έχει εξαπλωθεί και σε ετεροφυλόφιλα και διεμφυλικά άτομα, γεγονός που καταδεικνύει την εκτεταμένη και διεθνή διάσταση του φαινομένου (Bourne et al., 2018). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) και τα διεθνή δίκτυα πρόληψης HIV έχουν επισημάνει ότι η χρήση ουσιών όπως η μεθαμφεταμίνη, τα GHB/GBL και η μεφεδρόνη στο πλαίσιο του chemsex συνδέονται με τον αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης του HIV, της ηπατίτιδας C και άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (Tomkins et al., 2019; Edmundson et al., 2018), ενώ η χρήση ενδοφλέβιων ουσιών αυξάνει τον κίνδυνο μολύνσεων, υπερδοσολογίας και ψυχιατρικών επεισοδίων (Pakianathan et al., 2016/2018).
Πέρα από τις σωματικές επιπτώσεις όμως, το chemsex έχει συνδεθεί με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως το άγχος, η κατάθλιψη, οι ενοχές και η εξάρτηση, αλλά και με κοινωνική απομόνωση (Moreno-Gámez et al., 2022; Stuart, 2019). Η πρακτική συχνά λειτουργεί ως μηχανισμός αποφυγής ή ρύθμισης αρνητικών συναισθημάτων που σχετίζονται με το στίγμα, την εσωτερικευμένη ομοφοβία και την έλλειψη αποδοχής (Bourne et al., 2018). Σε κοινωνικό επίπεδο, το chemsex συνδέεται με φαινόμενα περιθωριοποίησης και ανισότητας πρόσβασης σε υπηρεσίες ψυχικής και σωματικής υγείας, ενώ η κρίση επιτείνεται από το γεγονός ότι πολλές χώρες δεν διαθέτουν επαρκή θεσμικά πλαίσια και υπηρεσίες που να συνδυάζουν σεξουαλική υγεία, εξάρτηση και ψυχοκοινωνική υποστήριξη (Hakim, 2019). Η έλλειψη εξειδικευμένων δομών και μη στιγματικών προσεγγίσεων καθιστά δύσκολη τη βοήθεια προς τα άτομα που εμπλέκονται στο chemsex (Ma, 2015). Επιπλέον, η ψηφιακή κουλτούρα και οι dating εφαρμογές ενισχύουν την εξάπλωση του φαινομένου, διευκολύνοντας τη δικτύωση και την πρόσβαση σε ουσίες (Race, 2015).
Σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι το chemsex είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο. Οι ευρωπαϊκές εκτιμήσεις κυμαίνονται από 5% έως 21% (Bohn et al., 2024; Guerras et al., 2021), ενώ στο γενικό πληθυσμό το ποσοστό συμμετοχής φτάνει περίπου το 12%, με τη χρήση «σεξουαλικοποιημένων ουσιών» να αγγίζει το 20% (Gómez-Gómez et al., 2024). Στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια τα ποσοστά παραμένουν χαμηλότερα, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα (0–14%) (Poulios et al., 2022). Συνολικά, η μελέτη του chemsex αποκαλύπτει τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στη σεξουαλικότητα, τη χρήση ουσιών και τη σύγχρονη ψυχοκοινωνική εμπειρία. Ταυτόχρονα όμως, υπογραμμίζει και την ανάγκη για παρεμβάσεις που θα εστιάζουν τόσο στην πρόληψη όσο και στην υποστήριξη, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των ατόμων και των κοινοτήτων που επηρεάζονται.
Το φαινόμενο του Chemsex στην Κοινωνική Ψυχολογία
Συνολικά, η μελέτη του chemsex αποκαλύπτει τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στη σεξουαλικότητα, τη χρήση ουσιών και τη σύγχρονη ψυχοκοινωνική εμπειρία. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζει την ανάγκη για παρεμβάσεις που θα εστιάζουν τόσο στην πρόληψη όσο και στην υποστήριξη, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των ατόμων και των κοινοτήτων που επηρεάζονται. Η κοινωνική ψυχολογία μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην κατανόηση αυτών των προκλήσεων, ερμηνεύοντας τη συμπεριφορά μέσα από τις κοινωνικές ταυτότητες, τις συλλογικές νόρμες και τη δυναμική των ομάδων.
Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας (Tajfel & Turner, 1986), η συμπεριφορά των ανθρώπων επηρεάζεται βαθιά από την ένταξή τους σε κοινωνικές ομάδες και από την ανάγκη τους να ανήκουν και να αναγνωρίζονται θετικά μέσα σε αυτές. Για πολλά άτομα που ανήκουν σε LGBTQIA2+ ή MSM κοινότητες, η συμμετοχή σε πρακτικές chemsex μπορεί να σχετίζεται με μια αίσθηση αποδοχής και συλλογικής ταυτότητας (Bourne, 2015). Το chemsex συχνά λειτουργεί ως μέσο κοινωνικοποίησης, μέσα από το οποίο τα μέλη της ομάδας επιβεβαιώνουν την αλληλεγγύη, την ελευθερία έκφρασης και την αποδοχή της διαφορετικότητας (Race, 2015). Έτσι, δημιουργείται μια υποκουλτούρα όπου η χρήση ουσιών και η σεξουαλική συμπεριφορά αποκτούν συμβολικό νόημα και ενισχύουν το αίσθημα κοινότητας (Hakim, 2019).
Η θεωρία των κοινωνικών νόρμων (Perkins, 2002) ενισχύει αυτή την ερμηνεία, υπογραμμίζοντας ότι οι αντιλήψεις για το τι θεωρείται αποδεκτό ή επιθυμητό σε ένα κοινωνικό πλαίσιο μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη συμπεριφορά. Σε κοινότητες όπου το chemsex έχει καθιερωθεί, η χρήση ουσιών μπορεί να εκλαμβάνεται ως φυσιολογική ή ακόμη και αναμενόμενη πρακτική, ενισχυόμενη από την κοινωνική επιδοκιμασία ή την ανάγκη συμμόρφωσης με τις προσδοκίες της ομάδας (Bourne, 2015). Με αυτόν τον τρόπο, οι κοινωνικές νόρμες λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικής ρύθμισης, καθορίζοντας τη συμπεριφορά μέσα από πρότυπα και αξίες που τα μέλη εσωτερικεύουν.
Παράλληλα, η θεωρία της επιρροής της ομάδας (Deutsch & Gerard, 1955) εξηγεί πώς η πίεση συμμόρφωσης — είτε πληροφοριακή (όταν το άτομο αποδέχεται τη γνώμη της ομάδας ως σωστή) είτε κανονιστική (όταν προσπαθεί να αποφύγει την απόρριψη) — συμβάλλει στη διατήρηση συμπεριφορών όπως το chemsex. Τα άτομα μπορεί να νιώθουν ότι η συμμετοχή τους επιβεβαιώνει την ένταξή τους στην ομάδα και εξασφαλίζει κοινωνική αποδοχή, μειώνοντας παράλληλα συναισθήματα μοναξιάς ή αποξένωσης (Stephenson et al., 2020).
Η κοινωνική ψυχολογία επισημαίνει επίσης τον ρόλο του στίγματος και της εσωτερικευμένης ομοφοβίας ως παραγόντων που ωθούν ορισμένα άτομα προς τη χρήση ουσιών. Η θεωρία του στίγματος (Goffman, 1963) εξηγεί πώς η κοινωνική απαξίωση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, HIV κατάστασης ή συμπεριφοράς χρήσης μπορεί να οδηγήσει σε απομόνωση και ντροπή. Η εσωτερικευμένη ομοφοβία, όπως αναλύει ο Meyer (2003), σχετίζεται με ενοχές, ανασφάλεια και αυτοαπόρριψη, τα οποία συχνά εκδηλώνονται μέσα από αντισταθμιστικές συμπεριφορές, όπως η υπερβολική χρήση ουσιών ή η αναζήτηση επικίνδυνων μορφών σεξουαλικής ικανοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών λειτουργεί ως μηχανισμός αποφυγής ή ρύθμισης του άγχους, προσφέροντας προσωρινή αποφόρτιση από τις ψυχικές εντάσεις που προκαλεί το στίγμα (Bourne et al., 2018; Weatherburn et al., 2017).
Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης (Bandura, 1977) προσφέρει επίσης ένα δυναμικό πλαίσιο κατανόησης της διάδοσης του chemsex μέσω παρατήρησης και μίμησης προτύπων. Η συμπεριφορά μαθαίνεται όχι μόνο μέσα από προσωπική εμπειρία, αλλά και μέσω της παρακολούθησης άλλων που φαίνεται να επιβραβεύονται για τη συμμετοχή τους. Οι διαδικτυακές κοινότητες και οι εφαρμογές γνωριμιών λειτουργούν ως χώροι κοινωνικής μάθησης, όπου η χρήση ουσιών παρουσιάζεται θετικά, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα επανάληψης της συμπεριφοράς (Herek, 2009). Όταν το άτομο συνδέει τη χρήση ουσιών με κοινωνική αποδοχή, σεξουαλική επιτυχία ή συναισθηματική σύνδεση, η συμπεριφορά αυτή ενισχύεται μέσω θετικής ενίσχυσης (Stuart, 2019).
Η Θεωρία Αποδοχής και Δέσμευσης (Acceptance and Commitment Theory – ACT) (Hayes et al., 2012) προσθέτει μια σημαντική ψυχολογική διάσταση. Οι άνθρωποι συχνά αποφεύγουν δυσάρεστα συναισθήματα, όπως ντροπή, φόβο ή απόρριψη, μέσω στρατηγικών αποφυγής, όπως η χρήση ουσιών. Το chemsex μπορεί να ιδωθεί ως μια μορφή γνωστικής και συναισθηματικής αποφυγής, όπου η ουσία επιτρέπει στο άτομο να αποστασιοποιηθεί προσωρινά από τον ψυχικό πόνο, ενώ η έλλειψη δεξιοτήτων συναισθηματικής ρύθμισης οδηγεί στην επανάληψη της συμπεριφοράς και στην εξάρτηση (Bond et al., 2011).
Τέλος, η θεωρία της ανταμοιβής (reward theory) δείχνει ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές ενισχύονται όταν συνδέονται με θετικά συναισθήματα ή κοινωνικά οφέλη, όπως ευχαρίστηση, αποδοχή ή ανακούφιση από το άγχος (Skinner, 1953; Gray, 1987). Στο πλαίσιο του chemsex, η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών προκαλεί έντονη νευροβιολογική ανταμοιβή μέσω της ενεργοποίησης του συστήματος ντοπαμίνης, ενώ παράλληλα υπάρχουν και κοινωνικές ανταμοιβές — αποδοχή, οικειότητα, επιβεβαίωση ταυτότητας — που ενισχύουν τη συμπεριφορά (Stuart, 2019). Έτσι, το chemsex δεν αποτελεί μόνο ατομική ή βιολογική εμπειρία, αλλά και κοινωνική δραστηριότητα, όπου η ευχαρίστηση και η σύνδεση συνδυάζονται και ενισχύουν τον κύκλο της επιθυμίας και της επανάληψης.
Εφαρμογές στην Ψυχοθεραπεία
Η εφαρμογή σύγχρονων θεραπευτικών τεχνικών, σε συνδυασμό με κατανόηση των κοινωνικών μηχανισμών και των ψυχολογικών διεργασιών, επιτρέπει την ανάπτυξη ολοκληρωμένων στρατηγικών παρέμβασης που μειώνουν κινδύνους και ενισχύουν την αυτογνωσία και την κοινωνική ένταξη.
Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT) έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς για την αντιμετώπιση συμπεριφορών που σχετίζονται με εξάρτηση και αυτοκαταστροφική χρήση ουσιών (Beck, 2011). Στην περίπτωση του chemsex, η CBT επικεντρώνεται στην αναγνώριση και τροποποίηση δυσλειτουργικών σκέψεων, όπως η υπερεκτίμηση της κοινωνικής αποδοχής μέσω του chemsex ή η εσφαλμένη πεποίθηση ότι η χρήση ουσιών βελτιώνει την αυτοεκτίμηση και την ερωτική απόδοση. Μέσα από τεχνικές όπως η αναστοχαστική ανάλυση συμπεριφοράς και η συστηματική έκθεση σε εναλλακτικές στρατηγικές κοινωνικής αλληλεπίδρασης, οι θεραπευόμενοι μπορούν να μάθουν να διαχειρίζονται επιθυμίες για chemsex χωρίς αυτοκαταστροφική συμπεριφορά (Morrison et al., 2018).
Η Gestalt θεραπεία εστιάζει στην επίγνωση του «εδώ και τώρα» και στην ολοκλήρωση συναισθηματικών εμπειριών (Perls, 1969). Στο πλαίσιο του chemsex, η Gestalt ενθαρρύνει τους συμμετέχοντες να εντοπίζουν τα συναισθήματα που οδηγούν στη χρήση ουσιών, όπως μοναξιά, άγχος ή φόβο απόρριψης, και να τα βιώνουν χωρίς τη φυγή σε ψυχοδραστικά μέσα. Μέσω τεχνικών ενσώματης επίγνωσης και διαλόγου μέρους-προς-μέρος, οι θεραπευόμενοι μπορούν να αποκτήσουν βαθύτερη κατανόηση των εσωτερικών συγκρούσεων που σχετίζονται με chemsex (Yontef & Jacobs, 2014).
Η συστημική προσέγγιση δίνει έμφαση στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων και της οικογένειας (Nichols, 2013). Εδώ, η χρήση chemsex θεωρείται όχι μόνο ατομικό φαινόμενο αλλά και αποτέλεσμα διαπλοκής κοινωνικών και κοινοτικών δικτύων, όπως peer groups που επιβραβεύουν τη χρήση ουσιών ή συνδέονται με σεξουαλικό πειραματισμό. Η συστημική παρέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει οικογενειακή ή ομαδική θεραπεία, διερευνώντας τους τρόπους που οι κοινωνικές σχέσεις ενισχύουν ή περιορίζουν τις επικίνδυνες συμπεριφορές.
Η προσωποκεντρική θεραπεία (Rogers, 1951) τονίζει την αποδοχή, την εμπιστοσύνη και την ενσυναίσθηση. Στο chemsex, η δημιουργία ενός ασφαλούς θεραπευτικού πλαισίου επιτρέπει στον θεραπευόμενο να εκφράσει ενοχές, φόβους ή απομόνωση χωρίς κρίση, ενισχύοντας την ικανότητα αυτο-αντίληψης και αυτορύθμισης. Η αποδοχή χωρίς όρους λειτουργεί ως βασικό στοιχείο για την οικοδόμηση θεραπευτικής σχέσης και για την υποστήριξη αλλαγών στη συμπεριφορά.
Η ψυχοδυναμική προσέγγιση δίνει έμφαση στην ανάλυση των ασυνείδητων διεργασιών και της παιδικής εμπειρίας (Gabbard, 2017). Στο chemsex, η ψυχοδυναμική θεραπεία μπορεί να αναδείξει υποκείμενα συναισθηματικά κίνητρα, όπως φόβος εγκατάλειψης, ανάγκη επιβεβαίωσης ή αντιμετώπιση τραυματικών εμπειριών. Η κατανόηση αυτών των υποσυνείδητων κινήτρων διευκολύνει την ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης της επικίνδυνης συμπεριφοράς και της επαναλαμβανόμενης χρήσης ουσιών.
Συνοψίζοντας, η προσέγγιση του chemsex στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας απαιτεί συνδυασμό θεωρητικών μοντέλων και πρακτικών παρέμβασης που καλύπτουν την ατομική συμπεριφορά, την κοινωνική δυναμική και τα θέματα ταυτότητας και στίγματος.
Κυριότερα εμπόδια στην πρόληψη και παρέμβαση στο chemsex
Η αντιμετώπιση του chemsex αποτελεί σύνθετη πρόκληση, καθώς συνυπάρχουν ψυχολογικοί, κοινωνικοί και βιολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον Marlatt (1996), οι στρατηγικές παρέμβασης πρέπει να είναι πολυεπίπεδες και να συνδυάζουν πρόληψη, θεραπεία και κοινωνική υποστήριξη, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία και την ψυχοκοινωνική λειτουργία. Απαιτεί λοιπόν από τις κοινωνίες να αναπτύξουν ασφαλή, αποδεκτά και υποστηρικτικά πλαίσια για την έκφραση της σεξουαλικότητας, τα οποία συνδυάζουν κοινωνική αποδοχή, ψυχολογική υποστήριξη και εκπαίδευση. Αρχικά, η δημιουργία κοινοτικών κέντρων και δικτύων υποστήριξης για LGBTQIA2+ και άλλες ομάδες που συμμετέχουν σε chemsex μπορεί να προσφέρει αίσθηση ασφάλειας, κοινωνικής σύνδεσης και αποδοχής (Bandura, 1977). Τα peer-support groups παρέχουν στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα ανταλλαγής εμπειριών, ενίσχυσης δεξιοτήτων αυτορρύθμισης και αναγνώρισης συναισθημάτων, ενώ μειώνουν την απομόνωση και την εσωτερικευμένη ντροπή (Bourne et al., 2018; Deutsch & Gerard, 1955).
Παράλληλα, η εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση για τους κινδύνους που συνδέονται με το chemsex. Οι Bourne et al. (2015) επισημαίνουν ότι οι ασφαλείς πρακτικές χρήσης ουσιών και η γνώση για τον HIV, τις Ηπατίτιδες και άλλες σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις μειώνουν σημαντικά τις πιθανότητες βλάβης. Προγράμματα ψυχοεκπαίδευσης για ασφαλή σεξουαλική συμπεριφορά και μείωση βλάβης ενισχύουν τη γνώση των ατόμων για τους κινδύνους της χρήσης ουσιών, προωθώντας υπεύθυνες και συνειδητές επιλογές (Perkins, 2002). Καμπάνιες αποστιγματισμού μπορούν να αλλάξουν την κοινωνική αντίληψη γύρω από τη σεξουαλικότητα, μειώνοντας την πίεση συμμόρφωσης σε επικίνδυνες πρακτικές (Goffman, 1963). Παράλληλα, η αυτοαξιολόγηση και η αναγνώριση των προσωπικών κινδύνων αποτελεί κρίσιμο βήμα, καθώς βοηθά το άτομο να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του και να θέσει ρεαλιστικούς στόχους αλλαγής (Weatherburn et al., 2017).
Η ψυχολογική υποστήριξη και ενδυνάμωση των ατόμων είναι επίσης απαραίτητη. Η εφαρμογή γνωστικο-συμπεριφορικών και αποδοχικών παρεμβάσεων, όπως η Acceptance and Commitment Therapy (ACT), επιτρέπει την αποτελεσματική διαχείριση άγχους, ενοχών και συναισθηματικής απορρύθμισης, χωρίς την ανάγκη καταχρηστικής χρήσης ουσιών (Hayes et al., 2006). Ταυτόχρονα, η ανακατεύθυνση των πηγών ανταμοιβής προς θετικά κοινωνικά και προσωπικά κίνητρα ενισχύει την ανάπτυξη υγιών συμπεριφορών και μειώνει τη νευροβιολογική εξάρτηση (Skinner, 1953; Stuart, 2019).
Η αναδόμηση κοινωνικών νορμών και πολιτικών συνιστά ένα επιπλέον βήμα. Μέσα από δημόσιες πολιτικές και προγράμματα υγείας που σέβονται τα δικαιώματα των ατόμων και την πολυμορφία, οι κοινωνίες μπορούν να διασφαλίσουν προσβάσιμες υπηρεσίες υποστήριξης και πρόληψης χωρίς διακρίσεις. Η αναμόρφωση των κοινωνικών νορμών μειώνει την κανονικοποίηση επικίνδυνων πρακτικών όπως το chemsex, ενώ οι καμπάνιες ενημέρωσης προάγουν ασφαλείς και θετικές επιλογές (Race, 2015).
Η πρόσβαση σε υποστηρικτικές υπηρεσίες — όπως ψυχολογική στήριξη, συμβουλευτική για χρήση ουσιών και κοινοτικές ομάδες υποστήριξης — θεωρείται καθοριστική. Μελέτες δείχνουν ότι η συνδυασμένη προσέγγιση, που περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία, κοινωνική υποστήριξη και ιατρική παρακολούθηση, αυξάνει την αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών του chemsex (Bourne et al., 2018). Ειδικά οι ψυχολογικές παρεμβάσεις που βασίζονται στη γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία (CBT) και στη Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης (ACT) βοηθούν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων συναισθηματικής ρύθμισης και στην αντικατάσταση μη λειτουργικών συμπεριφορών (Bond et al., 2011).
Τέλος, η συνεργασία μεταξύ κοινοτήτων, φορέων υγείας και ακαδημαϊκών εξασφαλίζει ότι οι παρεμβάσεις είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες και ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ατόμων. Η συνδυαστική δράση δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου η σεξουαλική έκφραση συνδέεται με κοινωνική σύνδεση και ψυχική ευημερία, μειώνοντας την ανάγκη για επικίνδυνες συμπεριφορές (Bandura, 1977; Stuart, 2019). Με αυτόν τον τρόπο, οι κοινωνίες μπορούν να προάγουν ασφαλείς και υποστηρικτικούς χώρους για την έκφραση της σεξουαλικότητας, εστιάζοντας στην αποδοχή, την εκπαίδευση, την ψυχολογική ενδυνάμωση και την αναδόμηση κοινωνικών νόρμων. Η πραγματική πρόκληση έγκειται στην ικανότητα των κοινωνιών να συνδυάσουν αυτά τα στοιχεία με τρόπο που να υποστηρίζει την υγιή ανάπτυξη και την προσωπική ελευθερία των ατόμων, ενισχύοντας παράλληλα την πρόληψη και μείωση βλάβης.
Παράγοντες που θα διευκολύνουν την αλλαγή
Οι παράγοντες που διευκολύνουν την πρόληψη και την παρέμβαση στο chemsex είναι πολυδιάστατοι και συνδέονται στενά με την κοινωνική και κοινοτική υποστήριξη. Η θετική κοινωνική υποστήριξη, είτε προέρχεται από φίλους, οικογένεια ή ειδικά κοινοτικά δίκτυα, μειώνει την αίσθηση απομόνωσης, ενισχύει την αυτοεκτίμηση και αυξάνει τη δέσμευση των ατόμων σε διαδικασίες αλλαγής συμπεριφοράς (Race, 2015). Η παρουσία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως μηχανισμός προστασίας, περιορίζοντας τον κίνδυνο επιστροφής σε επικίνδυνες πρακτικές και ενισχύοντας την ανάπτυξη θετικών κοινωνικών δεξιοτήτων.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ενσωμάτωση ψηφιακών εργαλείων και εφαρμογών που παρέχουν πρόσβαση σε ενημέρωση, συμβουλευτική, παρακολούθηση της συμπεριφοράς και αυτορρύθμιση. Τέτοια εργαλεία έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στην ενίσχυση της αυτοπαρατήρησης, στην πρόληψη κινδύνων και στην ενίσχυση της συμμόρφωσης με παρεμβατικές στρατηγικές (Stuart, 2019).
Επιπλέον, η ενσωμάτωση πολιτισμικών και κοινοτικών προτύπων στις παρεμβάσεις αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας. Παρεμβάσεις που σέβονται την ταυτότητα, τις αξίες και τις πρακτικές της κοινότητας αυξάνουν την αποδοχή και τη συμμετοχή των ατόμων, μειώνουν τις αντιστάσεις και ενισχύουν την εσωτερική δέσμευση στην αλλαγή (Hakim, 2019). Η προσαρμογή των στρατηγικών στις ιδιαίτερες ανάγκες και πολιτισμικές συνθήκες κάθε ομάδας εξασφαλίζει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, καθώς οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν την παρέμβαση ως σχετική, ασφαλή και υποστηρικτική. Συνολικά, η κοινωνική υποστήριξη, η ψηφιακή τεχνολογία και η πολιτισμική ευαισθησία λειτουργούν συνδυαστικά ως καταλύτες πρόληψης και παρέμβασης στο chemsex, προωθώντας υγιείς συμπεριφορές και ενισχύοντας την ψυχοκοινωνική ευημερία των συμμετεχόντων.
Πιθανά εμπόδια στην αλλαγή
Η αντιμετώπιση του φαινομένου του chemsex συναντά σημαντικά εμπόδια σε κοινωνικό, ψυχολογικό και θεσμικό επίπεδο. Ένα από τα πιο καθοριστικά είναι το κοινωνικό στίγμα, το οποίο σχετίζεται με την αίσθηση ντροπής, φόβου αποκάλυψης και κοινωνικής απόρριψης. Σύμφωνα με τον Goffman (1963), το στίγμα δημιουργεί αναστολές στη ζήτηση βοήθειας και μπορεί να ενισχύει την απομόνωση, καθιστώντας τα άτομα πιο ευάλωτα στην επαναφορά επικίνδυνων συμπεριφορών. Το στίγμα, μάλιστα, επηρεάζει τόσο την ψυχολογική ευημερία όσο και την ικανότητα των ατόμων να συμμετέχουν σε υποστηρικτικά προγράμματα ή να ζητήσουν έγκαιρα βοήθεια.
Ένα από τα πιο καθοριστικά εμπόδια στην αντιμετώπιση του chemsex είναι η ψυχολογική και νευροβιολογική εξάρτηση από τις ουσίες και τη σεξουαλική συμπεριφορά. Η εξάρτηση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στη σωματική ανάγκη για ουσίες, αλλά περιλαμβάνει και ισχυρούς ψυχολογικούς μηχανισμούς, όπως η επιβεβαίωση της αυτοεκτίμησης, η ανακούφιση από άγχος ή συναισθηματικό πόνο και η αναζήτηση έντονων συναισθημάτων μέσω σεξουαλικής διέγερσης (Bourne et al., 2018). Η συνεχής επανάληψη της συμπεριφοράς ενισχύει τον κύκλο της ανταμοιβής στον εγκέφαλο, καθιστώντας την αυτορρύθμιση πιο δύσκολη και μειώνοντας την ικανότητα του ατόμου να αντισταθεί σε επικίνδυνες επιλογές.
Η νευροβιολογική αυτή εξάρτηση συνδέεται με μειωμένη κριτική ικανότητα, αυξημένη επιθετικότητα ή παρορμητικότητα και δυσκολία στη λήψη αποφάσεων που θα προάγουν την ασφάλεια και την υγεία. Ως αποτέλεσμα, η συμμετοχή σε προγράμματα παρέμβασης ή η υιοθέτηση ασφαλών πρακτικών γίνεται πιο δύσκολη, καθώς η συμπεριφορά έχει πλέον ισχυρή βιολογική, ψυχολογική και κοινωνική ρίζα (Bourne et al., 2018). Για την αντιμετώπιση αυτής της εξάρτησης απαιτείται μια πολυεπίπεδη προσέγγιση, που συνδυάζει ψυχολογική υποστήριξη, εκπαίδευση σε δεξιότητες αυτορρύθμισης και υποστηρικτικά κοινωνικά δίκτυα.
Τέλος, ένα ακόμα εμπόδιο στην αντιμετώπιση του chemsex είναι η έλλειψη επαρκών πόρων και εξειδικευμένων υπηρεσιών υποστήριξης. Η διάχυση πληροφοριών για τους κινδύνους των ψυχοδραστικών ουσιών και της επικίνδυνης σεξουαλικής συμπεριφοράς δεν επαρκεί για την αποτελεσματική πρόληψη, εάν δεν συνοδεύεται από στοχευμένα προγράμματα εκπαίδευσης και παρεμβάσεις μείωσης βλάβης. Τέτοια προγράμματα πρέπει να είναι πολιτισμικά και κοινοτικά προσαρμοσμένα, ώστε να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες των ατόμων που συμμετέχουν σε chemsex και να γίνονται αποδεκτά από τις κοινότητές τους (Race, 2015).
Η έλλειψη εξειδικευμένων υπηρεσιών συμβουλευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης δημιουργεί κενά στη φροντίδα, με αποτέλεσμα τα άτομα να μην έχουν πρόσβαση σε ασφαλείς μηχανισμούς διαχείρισης της συμπεριφοράς τους. Αυτό αυξάνει την πιθανότητα επαναληπτικών επικίνδυνων πρακτικών και ενισχύει την ψυχολογική εξάρτηση από ουσίες και σεξουαλική συμπεριφορά (Bourne et al., 2018). Η συνδυαστική επίδραση της έλλειψης πόρων, του στίγματος και της εξάρτησης δημιουργεί ένα πολύπλοκο περιβάλλον, όπου οι προσπάθειες παρέμβασης δυσχεραίνουν σημαντικά. Συνεπώς, αν η αντιμετώπιση του chemsex δεν ενσωματώνει ενημέρωση, εκπαίδευση, υποστηρικτικές υπηρεσίες και κοινοτική συμμετοχή, δεν θα μπορέσει να ενισχύσει την ασφάλεια και την ψυχική ευημερία των ατόμων.
Συμπεράσματα
Συνολικά, οι θεωρίες της κοινωνικής ψυχολογίας καταδεικνύουν ότι το chemsex δεν αποτελεί απλή προσωπική επιλογή, αλλά ένα πολύπλοκο ψυχοκοινωνικό φαινόμενο, στο οποίο αλληλεπιδρούν η κοινωνική ταυτότητα, οι ομαδικές νόρμες, οι μηχανισμοί στίγματος, οι διαδικασίες μάθησης, οι κοινωνικές ανταμοιβές και οι στρατηγικές συναισθηματικής αποφυγής (Tajfel & Turner, 1986; Goffman, 1963; Bandura, 1977; Hayes et al., 2006; Skinner, 1953). Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του chemsex δεν περιορίζεται στην αποχή από ουσίες, αλλά επικεντρώνεται στη δημιουργία θετικών πλαισίων κοινωνικής σύνδεσης και προσωπικής ανάπτυξης, όπου η αποδοχή και η αυτογνωσία αντικαθιστούν την εξάρτηση. Απαιτούνται πολυδιάστατες και ευέλικτες στρατηγικές που συνδυάζουν πρόληψη, θεραπεία και κοινωνική υποστήριξη.
Η κοινωνική ψυχολογία προσφέρει εργαλεία για την κατανόηση των αιτιών του chemsex και την ανάπτυξη παρεμβάσεων που λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικές, πολιτισμικές και ψυχολογικές διαστάσεις του φαινομένου (Race, 2015; Bourne et al., 2018; Stuart, 2019). Διευκολυντές όπως η θετική κοινωνική υποστήριξη, η μη στιγματική προσέγγιση, η χρήση ψηφιακών εργαλείων και ο σεβασμός της ταυτότητας της κοινότητας μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων. Αντιθέτως, παράγοντες όπως το στίγμα, η ψυχολογική και νευροβιολογική εξάρτηση και η έλλειψη εξειδικευμένων πόρων λειτουργούν ως σοβαρά εμπόδια στην πρόληψη και την υποστήριξη (Goffman, 1963; Bourne et al., 2018; Race, 2015).
Η κατανόηση αυτών των παραμέτρων αποτελεί κρίσιμη βάση για τη διαμόρφωση ολιστικών προσεγγίσεων που μειώνουν τους κινδύνους και προάγουν την ψυχική υγεία και τη συλλογική ευημερία των ατόμων που συμμετέχουν στο chemsex. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα: πώς και πότε θα μπορέσουν οι κοινωνίες να δημιουργήσουν ασφαλείς, αποδεκτούς και υποστηρικτικούς χώρους για την έκφραση της σεξουαλικότητας χωρίς την εξάρτηση από επικίνδυνες πρακτικές;
Σας ευχαριστώ

Bandura, A. (1977). Social learning theory. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall.
Beck, J. S. (2011). Cognitive behavior therapy: Basics and beyond (2nd ed.). New York, NY: Guilford Press.
Bohn, A., Lea, T., & Bourne, A. (2024). Chemsex prevalence and associated sexual health risks among men who have sex with men in Europe: A systematic review and meta-analysis. Journal of Sexual Medicine, 21(3), 245-257.
Bond, F. W., Hayes, S. C., Baer, R. A., Carpenter, K. M., Guenole, N., Orcutt, H. K., Waltz, T., & Zettle, R. D. (2011). Preliminary psychometric properties of the Acceptance and Action Questionnaire–II: A revised measure of psychological inflexibility and experiential avoidance. Behavior Therapy, 42(4), 676–688.
Bourne, A., Reid, D., Hickson, F., Torres-Rueda, S., Steinberg, P., & Weatherburn, P. (2018). “Chemsex” and harm reduction need among gay men in South London. International Journal of Drug Policy, 26(12), 1171–1176.
Deutsch, M., & Gerard, H. B. (1955). A study of normative and informational social influences upon individual judgment. The Journal of Abnormal and Social Psychology, 51(3), 629–636
Gabbard, G. O. (2017). Psychodynamic psychiatry in clinical practice (5th ed.). Washington, DC: American Psychiatric Publishing.
Gómez-Gómez, A., et al. (2024). Sexualized substance use and chemsex: A systematic review and meta-analysis. Frontiers in Psychiatry, 15, 1537.
Goffman, E. (1963). Stigma: Notes on the management of spoiled identity. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall.
Gray, J. A. (1987). The psychology of fear and stress (2nd ed.). Cambridge University Press.
Hakim, J. (2019). The rise of chemsex: Queering collective intimacy in neoliberal London. Cultural Studies, 33(2), 249–275.
Hayes, S. C., Strosahl, K. D., & Wilson, K. G. (2012). Acceptance and commitment therapy: The process and practice of mindful change (2nd ed.). Guilford Press.
Hayes, S. C., Strosahl, K. D., & Wilson, K. G. (2006). Acceptance and commitment therapy: An experiential approach to behavior change. New York, NY: Guilford Press.
Herek, G. M. (2009). Sexual stigma and sexual prejudice in the United States: A conceptual framework. In D. A.
Marlatt, G. A. (1996). Harm reduction: Come as you are. Addictive Behaviors, 21(6), 779–788.
Maxwell, S., Shahmanesh, M., & Gafos, M. (2020). Chemsex behaviours among MSM across seven European countries. International Journal of Drug Policy, 82, 102790.
Meyer, I. H. (2003). Prejudice, social stress, and mental health in lesbian, gay, and bisexual populations: Conceptual issues and research evidence. Psychological Bulletin, 129(5), 674–697.
Morrison, M., McNeill, A., & Donnelly, S. (2018). Cognitive-behavioral approaches to chemsex intervention. Journal of Substance Use, 23(4), 345–353.
Nichols, M. P. (2013). Family therapy: Concepts and methods (10th ed.). Boston, MA: Pearson.
Parsons, J. T., et al. (2022). Chemsex and mental health among MSM: A review. Addictive Behaviors Reports, 15, 100415.
Perkins, H. W. (2002). Social norms and the prevention of alcohol misuse in collegiate contexts. Journal of Studies on Alcohol, Supplement, (14), 164–172.
Perls, F. (1969). Gestalt therapy verbatim. Lafayette, CA: Real People Press.
Race, K. (2015). ‘Party and play’: Online hook-up devices and the emergence of chemsex subcultures. Sexualities, 18(3), 253–275.
Race, K. (2018). The use of pleasure in harm reduction: Perspectives from the history of sexuality. International Journal of Drug Policy, 55, 273–279.
Rezaei, S., et al. (2022). Chemsex and psychosis: A scoping review. Behavioral Sciences, 12(12), 516.
Rogers, C. R. (1951). Client-centered therapy: Its current practice, implications, and theory. Boston, MA: Houghton Mifflin.
Skinner, B. F. (1953). Science and human behavior. New York, NY: Macmillan.
Stephenson, R., White, D., Darbes, L., Hoff, C., & Sullivan, P. (2020). Psychosocial factors associated with chemsex among gay and bisexual men: Opportunities for intervention. AIDS and Behavior, 24(7), 2011–2021.
Stuart, D. (2019). Chemsex: Origins of the word, a history of the phenomenon and a respect to the culture. Drugs and Alcohol Today, 19(1), 3–10.
Tajfel, H., & Turner, J. C. (1986). The social identity theory of intergroup behavior. In S. Worchel & W. G. Austin (Eds.), Psychology of intergroup relations (pp. 7–24). Chicago, IL: Nelson-Hall.
Tomkins, A., George, R., & Kliner, M. (2019). Sexualised drug taking among men who have sex with men: A systematic review. Perspectives in Public Health, 139(1), 23‑33.
Weatherburn, P., Hickson, F., Reid, D., Torres-Rueda, S., Bourne, A., & Schmidt, A. J. (2017). Motivations and values associated with combining sex and illicit drugs (‘chemsex’) among gay men in South London: Findings from a qualitative study. Sexual Health, 14(2), 135–143.
Yontef, G. M., & Jacobs, L. (2014). Gestalt therapy. In J. C. Norcross, G. R. VandenBos, & D. K. Freedheim (Eds.), History of psychotherapy (2nd ed., pp. 551–587). Washington, DC: APA.
Zervos, N., et al. (2023). Substance use and sexual health among MSM in Greece and the Balkans. BMC Public Health, 23(1), 1132.